- χηρικός
- χηρ-ικός, ή, όν,A of or for a widow, Tz.H.13.591.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηρικός — ή, όν, ΜΑ [χήρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήρα μσν. το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν. επίρρ... χηρικῶς Μ από άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας … Dictionary of Greek
χηρικά — χηρικός of neut nom/voc/acc pl χηρικά̱ , χηρικός of fem nom/voc/acc dual χηρικά̱ , χηρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικόν — χηρικός of masc acc sg χηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικοῦ — χηρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικόν — τὸ, Μ τάγμα χηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χηρικός] … Dictionary of Greek